- εκτριπτικός
- η , όν воспламеняющийся, взрывающийся (при трении)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκτριπτικός — ή, ό (για χημικές ουσίες) αυτός που αναφλέγεται, που παθαίνει έκρηξη με την τριβή … Dictionary of Greek